- πιστακία
- (pistacia). Γένος φυτών της οικογένειας των ανακαρδιιδών. Αριθμεί 20 είδη, που ευδοκιμούν στις παραμεσόγειες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και του Μεξικού. Οι π. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλή με ωραίο άρωμα και με χυμό μαστιχώδη. Έχουν φύλλα σύνθετα, πτεροσχιδή, χωρίς παράφυλλα και άνθη μικρά, δίοικα, απέταλα σε χρώμα καστανό ή κοκκινωπό, συναθροισμένα σε βότρεις. Ο καρπός είναι δρύπη σε μέγεθος ελιάς, κόκκινος με ένα μόνο σπέρμα.
Τρία είδη του γένους αυτού υπάρχουν και στην Ελλάδα. Το πρώτο, π. ο λεντίσκος, είναι ο γνωστός σχίνος. Από μια παραλλαγή του, που καλλιεργείται στη Χίο, βγαίνει η μαστίχα, που τρέχει σαν δάκρυ, μέσα από τομές του κορμού. Δεύτερο είδος είναι η π. η τερέβινθος, η γνωστή κοκορεβιθιά ή τσικουδιά. Από τους καρπούς της παράγεται λάδι εδώδιμο και φωτιστικό. Τρίτο είδος είναι η π. η γνήσια, η γνωστή φιστικιά. Ο καρπός της, το φιστίκι, είναι δρύπη, με λεπτή σάρκα, σε χρώμα πρασινοκόκκινο.
Η κοκκορεβιθιά είναι θαμνοδεντρύλλιο κοινό στην Ελλάδα και σε όλες τις χώρες της Μεσογείου.
* * *και πιστακιά, η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες και περιλαμβάνει 9 είδη αρωματικών δέντρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Ευρασίας, με γνωστότερο είδος τού γένους το Pistacia vera, κν. φιστικιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pistacia < πιστάκη*].
Dictionary of Greek. 2013.